Συγκλονιστικά γεγονότα ζούσε το Μάρτη του 1905 η Κρήτη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Κωνσταντίνο Φούμη και τον Κωνσταντίνο Μάνο, επικεφαλής εκατοντάδων ενόπλων της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», βγήκαν στο Θέρισο και διεκδίκησαν την ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, έχοντας απέναντι τους, αρχικά, σχεδόν όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, οι οποίες διαφωνούσαν όχι φυσικά με το στόχο της Ένωσης, αλλά με τον τρόπο που επέλεξε ο Βενιζέλος να τον διεκδικήσει. Το κίνημα διήρκεσε μέχρι τα τέλη του Αυγούστου κι αφού πρώτα κατάφερε να αλλάξει το κλίμα τόσο στην Κρήτη όσο και στην Ελλάδα συσπειρώνοντας μεγάλες μάζες του κρητικού λαού στην επαναστατική γραμμή που χάραξε ο Βενιζέλος, υποχρέωσε τις Προστάτιδες Δυνάμεις να δεχτούν μεταρρυθμίσεις στο κρητικό σύνταγμα και πολίτευμα.
Αρχικά πολλοί, και πολιτικοί φίλοι του Βενιζέλου, έκαναν λόγο για μια «αποκοτιά», όπως έγραφαν τότε εφημερίδες της Κρήτης και της Αθήνας, που δεν θα μπορούσε να δώσει λύση στο Κρητικό Ζήτημα, αλλά αντίθετα θα το περιέπλεκε καθώς οι Δυνάμεις θα έπαιρναν μέτρα που θα δυσκόλευαν την υπόθεση της Ένωσης. Σταδιακά οι επιφυλάξεις ακόμη και πολιτικών αντιπάλων του Ελευθερίου Βενιζέλου ήρθησαν.
Το κίνημα του Θέρισου ήταν η αφορμή να εμφανιστεί και πάλι στο πολιτικό προσκήνιο ο πρώτος πρωθυπουργός της Κρήτης Ιωάννης Σφακιανάκης, ο οποίος αποχώρησε από την ενεργό πολιτική αμέσως μετά την ψήφιση του πρώτου συντάγματος, απογοητευμένος και από τις υπερεξουσίες του πρίγκιπα Γεωργίου, ύπατου αρμοστή του νησιού, αρνούμενος μάλιστα να δεχτεί θέση συμβούλου (υπουργού). Ο Σφακιανάκης, Λασιθιώτης στην καταγωγή που ζούσε και δρούσε όμως στο Ηράκλειο, μίλησε στις 21 Μαρτίου σε μεγάλη συγκέντρωση, καλώντας τους Ηρακλειώτες να πλαισιώσουν το κίνημα.
Η σύγκρουση Βενιζέλου- Γεωργίου
Η πολιτική του πρίγκιπα, όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν περισσότερο σκληρή και αυταρχική, μετατρέποντας το καθεστώς το οποίο εφαρμοζόταν στην αυτόνομη πολιτεία της Κρήτης σε δεσποτικό, με την κυριαρχία του ενός ανδρός.
Ιδιαίτερα μετά τις συγκρούσεις με τον Βενιζέλο, ο Γεώργιος περιόρισε δραματικά τις ελευθερίες των Κρητών. Η εναντίον του αρθρογραφία αρκετών εφημερίδων του νησιού τον οδήγησε στην κατάργηση της ελευθεροτυπίας, σε διώξεις και φυλακίσεις των παραγόντων εκείνων που “τολμούσαν” να εκφράσουν, διαφορετική γνώμη ή να του ασκήσουν κριτική. Η συμπεριφορά του μετατράπηκε από αυτήν του αρμοστή, του αντιπροσώπου των ΜΕΔ και διοικητή του νησιού, δηλαδή, σε στάση ενός απόλυτου άρχοντα προς τους υπηκόους του. Το γεγονός αυτό, μαζί με την παράταση της εκκρεμότητας του εθνικού ζητήματος, της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, διαμόρφωσε κλίμα έντονα αντιπριγκιπικό. Πολύ περισσότερο που ο ίδιος είχε μετατραπεί σε έναν κομματάρχη, θέλοντας να κατευθύνει και να καθοδηγήσει τα πολιτικά και κομματικά πράγματα στο νησί.
Η δυσαρέσκεια των Κρητικών φυσικά αφορούσε και στις ΜΕΔ, η υλοποίηση των υποσχέσεων των οποίων για σύντομη λύση του Κρητικού ζητήματος έπαιρνε συνεχώς αναβολή.
Η αυταρχική πολιτική του πρίγκιπα, η εκκρεμότητα στο εθνικό ζήτημα και η στάση των ΜΕΔ, οδήγησαν στη συγκρότηση ενός μετώπου της αντιπολίτευσης, το οποίο συσπειρώθηκε γύρω από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τελικά στην επανάσταση του Θερίσου, το Μάρτιο του 1905. Το κίνημα διήρκεσε μέχρι τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, και ολοκληρώθηκε αφού πρώτο συσπείρωσε μεγάλες μάζες του κρητικού λαού στην επαναστατική γραμμή που είχε χαράξει ο Βενιζέλος. Υποχρέωσε τις ΜΕΔ να δεχτούν στο κρητικό σύνταγμα και στο πολίτευμα της αυτονομίας μεταρρυθμίσεις οι οποίες ενίσχυσαν τις λαϊκές ελευθερίες. Την επόμενη χρονιά έγιναν εκλογές για συντακτική συνέλευση, η οποία τροποποίησε το σύνταγμα, ενώ η Κρήτη απέκτησε πλέον Πολιτοφυλακή (στρατό) οργανωμένη από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, αλλά και χωροφυλακή συγκροτημένη σε άλλη βάση πλέον.
Η ένωση δεν κατακτήθηκε τότε, αλλά ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι οι Κρήτες δεν μπορούσαν να δεχτούν επ’ αόριστο αναβολή. Παράλληλα το αντιπριγκιπικό κλίμα που διαμορφώθηκε ήταν τόσο έντονο ώστε την επόμενη χρονιά, κι αφού οι Προστάτιδες Δυνάμεις αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στο βασιλιά των Ελλήνων το δικαίωμα του διορισμού του αρμοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906), ο πρίγκιπας Γεώργιος υποχρεώθηκε σε παραίτηση, στις 12 Σεπτεμβρίου 1906. Τον διαδέχτηκε ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Θα πρέπει να εντοπίσουμε ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο σε σχέση με τα αποτελέσματα της πολύμηνης εξέγερσης. Το γεγονός ότι οι ΜΕΔ αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν και άλλο συνομιλητή τους την Κρήτη, εκτός από τον πρίγκιπα. Ήταν ο Βενιζέλος και οι συνεργάτες του της “Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως”. Ο μεγάλος πολιτικός και επαναστάτης επέβαλλε στους προξένους των ΜΕΔ συνάντηση στις Μουρνιές στις 2 Νοεμβρίου 1905, στην οποία υπογράφηκε πρωτόκολλο αποδοχής των όρων που έθετε η επανάσταση. Ήταν το τυπικό τέλος του κινήματος αυτό. Τότε οι πρόξενοι, μετά από συνεννοήσεις με τις κυβερνήσεις τους, αποδέχτηκαν την επίσκεψη στην Κρήτη διεθνούς επιτροπείας που θα υπέβαλλε έκθεση για την κατάσταση στο νησί και τις αλλαγές που θα έπρεπε να γίνουν. Η επίσκεψη αυτή έγινε το Φεβρουάριο του 1906 και επακόλουθο της έκθεσης της επιτροπείας ήταν οι νέες ρυθμίσεις στο πολίτευμα, με την οργάνωση Πολιτοφυλακής και κρητικής Χωροφυλακής, αλλά και η χορήγηση στο βασιλιά των Ελλήνων του δικαιώματος διορισμού του αρμοστή.
Τα γεγονότα
Όλα ξεκίνησαν στις 26 Φεβρουαρίου 1905, όταν η “Ηνωμένη Αντιπολίτευσις” διεκήρυξε πως η μόνη ορθή λύση ήταν η ένωση, ενώ το πολίτευμα της αυτονομίας ήταν προσωρινό στάδιο. Και γι’ αυτό το λόγο ξεκινούσε αγώνα, ακόμη και με ένοπλες συναθροίσεις, που είχε στόχο και το δεσποτισμό του πρίγκιπα. Σε προκήρυξη προς τον κρητικό λαό αναφέρονταν:
“Οι υπογεγραμμένοι αποτελούντες ηνωμένην εν Κρήτη αντιπολίτευσιν, συνελθόντες εν Χανίοις τη 26η Φεβρουαρίου 1905, αποσκοπούντες εις την εκπλήρωσιν του Εθνικού Προγράμματος αποφασίζομεν:
α) Πρώτον και κύριον μέλημά ημών έστω η επίτευξις του από αιώνων επιδιωκωμένου σκοπού της ενώσεως της Κρήτης μετά την ελευθέρας Ελλάδος.
β) Αδυνάτου αποβαίνοντος του σκοπού τούτου, θέλομεν επιδιώξει την πολιτικήν προσέγγισιν της πατρίδος μας προς την ελευθέραν Ελλάδα, μεταβαλλομένης από διεθνούς απόψεως της σημερινής καταστάσεως.
γ) Μη εκπληρουμένου μηδέ του σκοπού τούτου θέλομεν επιδιώξει την αναθεώρησιν του ημετέρου συντάγματος κατά το πρότυπον του ελληνικού, όπως απαλλαγή ο τόπος του δεσποτισμού. Του προγράμματος τούτου την πραγμάτωσιν θέλομεν επιδιώξει και δι’ ενόπλων λαϊκών συναθροίσεων. Εν ταις ενεργείαις ημών δεν θέλομεν επιδιώξει προσωπικήν μεταβολήν, αλλ’ επελθούσης τοιαύτης θέλομεν αποκρούσει παντί σθένει και δια των όπλων έτι πάντα μη Έλληνα κυβερνήτην”.
Στις 10 Μαρτίου συνήλθε από τους Ε. Βενιζέλο, Κ. Φούμη και Κ. Μάνο συνέλευση επαναστατών στο Θέρισο, που κήρυξε “την πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος εις εν μόνον ελεύθερον συνταγματικόν κράτος”, επέδωσε δε και σχετικό ψήφισμα στις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο μεταβατικό καθεστώς εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και η μόνη φυσική λύση του κρητικού ζητήματος ήταν η ένωση.
Στις 7 Απριλίου συνήλθε η βουλή των Κρητών, η οποία προέκυψε από τις εκλογές του Μαρτίου, κι ενώ το κίνημα βρισκόταν σε εξέλιξη. Η βουλή ομοίως κήρυξε την ένωση.
Ο Ύπατος Αρμοστής όμως απαίτησε από τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα μέσα σε 36 ώρες, εκήρυξε το στρατιωτικό νόμο με την έγκριση των Δυνάμεων, διέταξε συλλήψεις και φυλακίσεις αντικαθεστωτικών κι επέβαλε λογοκρισία στον τύπο. Έπειτα κάλεσε σε σύσκεψη τους προξένους και ζήτησε να λάβουν επείγοντα μέτρα για την “καταστολήν του κινήματος”. Για να αυξήσει τις ένοπλες δυνάμεις του συγκρότησε το σώμα των “Δημοφρουρών”. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μήνυμα στους επαναστάτες ότι θα χρησιμοποιούσαν στρατεύματα προκειμένου να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους. Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης πήγαν στο Θέρισο να ενωθούν κι αυτοί με τον Βενιζέλο.
Ο πρίγκιπας δεν διέθετε άλλες δυνάμεις εκτός της Κρητικής Χωροφυλακής (που έμεινε πιστή σ’ αυτόν) και η οποία δεν αυξήθηκε από τους Δημοφρουρούς ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν για κοινή δράση. Μεγαλύτερη στρατιωτική δράση ανέπτυξαν οι Ρώσοι, οι οποίοι κατέλαβαν ή βομβάρδισαν θέσεις επαναστατών. Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν με την επαναστατική τριανδρία στις Μουρνιές, σε μία προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία, χωρίς αποτέλεσμα. Η επαναστατική κυβέρνηση ζήτησε να χορηγηθεί στην Κρήτη πολίτευμα ανάλογο μ’ αυτό της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στις 18 Ιουλίου οι Δυνάμεις κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο, κάτι που δεν αποθάρρυνε τους επαναστάτες. Στις 15 Αυγούστου η τακτική συνέλευση της βουλής ψήφισε τις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσε ο Βενιζέλος.
Αργότερα συναντήθηκαν μαζί του οι πρόξενοι και αποδέχτηκαν και πάλι τις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε κι έκαναν πιο φιλελεύθερο το σύστημα διακυβέρνησης, περιορίζοντας και τις εξουσίες του πρίγκιπα.
Αυτό οδήγησε στον τερματισμό της επανάστασης του Θερίσου και αργότερα στην απομάκρυνση του πρίγκιπα και την αντικατάστασή του από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.
Τα κείμενα- ιστορικά ντοκουμέντα
Στη συνέχεια δημοσιεύουμε ντοκουμέντα που αφορούν στην επανάσταση του Θερίσου:
– Tην ιστορική ομιλία που έκανε σε συλλαλητήριο 2.000 ανθρώπων στην Παναγιά Κεραμειών Χανίων την ημέρα της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, δύο εβδομάδες μετά που ο ίδιος και οι επαναστάτες βγήκαν στο Θέρισο.
-Επιστολή της επιτροπείας που είχε ορίσει η Κρητική Βουλή προκειμένου να έχει επαφές και διαπραγματεύσεις με τον Βενιζέλο και τους συνεργάτες του, και απάντηση της τριανδρίας των επαναστατών (Βενιζέλος, Μάνος, Φούμης) στους βουλευτές. Οι δύο επιστολές αφορούν ακριβώς στα θέματα που έθετε η επανάσταση, τα οποία είχαν συζητηθεί με προηγούμενη αλληλογραφία. Τα δύο κείμενα είχαν δημοσιευτεί στο 4ο τεύχος της “Επισήμου Εφημερίδος της Επαναστατικής Συνελεύσεως”, στις 22 Ιουλίου 1905. Όπως είναι γνωστό, ο Βενιζέλος είχε οργανώσει στο Θέρισο προσωρινή κυβέρνηση Κρήτης, η οποία εξέδωσε γραμμάτια για εσωτερικό πατριωτικό δάνειο 100.000 δραχμών, εκτύπωσε γραμματόσημα, συγκρότησε διάφορες υπηρεσίες, ενώ κυκλοφόρησε τις εφημερίδες “Θέρισο” και “Επίσημος Εφημερίς της Επαναστατικής Συνελεύσεως”.
ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Η πρώτη προκήρυξη προς τους Κρήτες
«ΑΔΕΛΦΟΙ!
Το γλυκύ όνειρον όπερ από επτά κατά συνέχειαν έτη από της καθόδου του πρίγκηπος Γεωργίου μας ενανούρισεν, υπήρξεν απατηλόν· αι ελπίδες μας περί ενώσεως διεψέυσθησαν και οι μικροί και ολετηροί του παρελθόντος εθνικοί των Κρητών αγώνες περιωρίσθησαν εις την ίδρυσιν μιάς Αρμοστείας, ήτις υπό τον τύπον της προσωρινότητος τείνει να καταστή διαρκής.
Ήδη η φωνή της Πατρίδος καλεί παν φιλότιμον τέκνον αυτής σήμερον, όπως συνεχίσωμεν το ιερόν εκείνο πρόγραμμα, όπερ ως παρακαταθήκη εδόθη ημίν υπό των πατέρων μας και διακηρύξωμεν ενόπλως διά μυριοστήν φοράν εις όλον τον πεπολιτισμένον κόσμον, ότι η Κρήτη ήτο και είνε μέρος αδιάσπαστον της Ελλάδος, μόνον δε δια της μετ’ αυτής ενώσεως θα θεωρηθή ότι έληξεν ο υπέρ της ιδέας ταύτης αγών των Κρητών.
Καλούμεν όθεν πάντας εν ονόματι των υπέρ της ιδέας ταύτης πεσόντων μαρτύρων, εν ονόματι της ισχύος και του μεγαλείου της Ελλάδος, όπως σπεύσωσι να ενθαρρύνωσιν ημάς εις τον ιερόν τούτον αγώνα, όν σήμερον αναλαμβάνομεν καταλύοντες την προσωρινήν ταύτην Αρμοστείαν, την απονακρύνουσαν ημάς του επιδιωκομένου σκοπού και ανακηρύσσοντες ως Άρχοντα της Ελληνικής Χώρας μας την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιον τον Α’.
Λευκά Όρη
11 Μαρτίου 1905»
Οι επιστολές Κρητικής Βουλής και Βενιζέλου για το Θέρισο
Προς τους κ.κ.Ε. Βενιζέλον, Κ. Φούμην και Κ. Μάνον
Χανία, 9 Ιουλίου 1905
Κύριοι Συμπατριώται
Η ανάγνωσις της επιστολής σας υπό της Βουλής προυξένησεν εις τους κ.κ. Αντιπροσώπους του τόπου βαθείαν λύπην, διότι ενώ η αντιπροσωπεία της Νήσου τρεις μέχρι τούδε έτεινεν υμίν πρώτη την χείρα προς κοινήν συνεργασίαν, υμείς την αποποιείσθε και ιδίως σήμερον, οπότε η υπόθεσις της πατρίδος μας διατρέχει κρισιμωτάτην περίοδον, προτείνοντες απροσδοκήτους δια τους όρους. Είνε δε ούτοι απροσδόκητοι δια τους ακολούθους λόγους υπαγορευομένους υπό του κοινού συμφέροντος της πατρίδος.
1) Η αξίωσις υμών του να δεθή ο τόπος όπισθεν του άρματος του πολιτικού υμών προγράματος είνε όλως αδικαιολόγητος, διότι είναι πρωτοφανές καθ’ ημάς να επιζητείται να καθορισθή εκ των προτέρων η πολιτική πορεία μιας Συντακτικής Συνελεύσεως και να δεσμευθή το αδέσμευτον Σωματείον, τοσούτον μάλλον καθόσον γνωρίζετε ότι η μεγάλη πλειονοψηφία του τόπου, αντιπροσωπευομένη υπό της Βουλής εξακολουθεί να εμμένη της πλήρους ενώσεως, μόνον δ’ υμείς εγκαταλείψατε τούτο κατελθόντες εις την συγκεκαλυμμένην ένωσιν, υπό τους αορίστους όρους της διοικητικής και οικονομικής ενώσεως οίτινες ατελέστατα εκφράζουσι τον επιδιωκόμενον σκοπόν. Αφού δ’ εγνωρίζατε ότι ο τόπος εμμένει εις το προαιώνιον πρόγραμμά του είνε όλως απαράδεκτον να απαιτείτε να τον υποτάξητε εις το ατελές πρόγραμμα της ουσιαστικής ενώσεως και να δεσμεύσητε εκ των προτέρων την θέλησιν της Συντακτικής Συνελεύσεώς του.
2) Ο τόπος ουδέποτε διηρέθη ως προς το ζήτημα της Ενώσεως, αλλ’ ως προς το ζήτημα της παρουσίας εν Κρήτη του Ελληνος Βασιλόπαιδος περιβεβλημένου την ανωτάτην εξουσίαν της Νήσου εφ’ όσον διατηρείται το καθεστώς της αυτονομίας φαίνεται ότι υπάρχει πλήρης διαφωνία μεταξύ υμών και της αντιπροσωπείας της Νήσου. Διότι κατά πρώτον υμείς το ζήτημα το θεωρείτε προσωπικόν ενώ η Βουλή το θεωρεί ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικόν, αποτελούν τον μόνον εθνικόν όρον της σημερινής αυτονομίας. Κατά δεύτερον δε λόγον και χωρίς να διαφωνώμεν προς υμάς ότι ο εθνικός υμών αγών δεν επιδιώκει την εξυπηρέτησιν ουδενός προσωπικού συμφέροντος, ημείς είμεθα έτοιμοι να διακηρύξωμεν ότι μόνον η πλήρης ή ουσιαστική Ενωσις, αν υπέρ της τελευτέας ταύτης αποφανθώσιν αι Μ. Δυνάμεις, θα καταστήσωσι περιττήν την διαχείρισιν της ανωτάτης εξουσίας της Νήσου υπό του Ελληνος Βασιλόπαιδος.
Εις την διακήρυξιν δε ταύτην, ου μόνον δεν φαίνεσθε υμείς διατεθειμένοι να κατέλθητε, αλλ’ απαιτείτε και την επιτυχίαν του αγώνος και τούτο πριν ή ακόμη υπάρξη και η ελαχίστη βεβαιότης περί της επιτυχίας τούτου. Αν δε τα αποτελέσματα τούτου δεν ανταποκρίνωνται παρά τας προσδοκίας μας, προς τα εθνικά ιδεώδη του Κρητικού λαού ο τόπος θα εξακολουθή να μένη με την εμβαλωμένην αυτονομίαν του, αλλ’ αποκεφαλισμένην εθνικώς, διότι επί κεφαλής ταύτης δεν θα ευρίσκεται ο Ελλην Βασιλόπαις; Ο οποίος απετέλει τον Εθνικόν σύνδεσμον της Κρήτης μετά της μητρός Ελλάδος. Τοιαύτην ολεθρίαν υπό έποψιν εθνικήν θέσιν του Κρητικού ζητήματος ουδέποτε θα αποδεχθή η αντιπροσωπεία της Νήσου, διακηρύττομεν δε δια του μάλλον κατηγορηματικού τρόπου ότι η μετακίνησις του εθνικού τούτου όρου άλλως, πλην δια της πλήρους ή ουσιαστικής ενώσεως θα διαιωνίση την επανάστασιν εν τη Νήσω και θα προκαλέση τους Κρήτας ν’ αναλάβωσιν απελπιστικόν αγώνα.
3) Ο τρόπος καθ’ όν διατυπούται να καταρτισθή η Συντακτική Συνέλευσις, εκτός του ότι σας υποβάλει εις θυσίας, εις ας δεν επιθυμούμεν να υποβληθήτε καταδεικνύει ότι θέλετε να έχετε την απεριόριστον πλειοψηφίαν αυτής, τοιαύτην δε θέλησιν καταδηλούντες μας δεικνύετε φανερά ότι την σύμπραξίν μας την θεωρείτε περιττήν και μόνον ως υποτελή εις την δράσίν σας την ανέχεσθε. Διότι βεβαίως αγνοείτε ότι μεταξύ των μελών της βουλής υπάρχουσι τινες ευάριθμοι τον αριθμόν οίτινες ανήκουσι εις την προσωπικήν απόχρωσιν υμών ούτοι δε προστιθέμενοι εις το ήμισυ της Εθνοσυνελεύσεως, όπερ απαιτείτε να έχετε θα αποτελέσωσι την απόλυτον πλειοψηφίαν αυτής. Αλλ’ η αντιπροσωπεία της Νήσου συναισθανομένη πληρέστατα ότι νομίμως μεν αντιπροσωπεύει ολόκληρον την Νήσον, τα τέσσαρα δε πέμπτα των κατοίκων είναι αφοσιωμένοι εις τας πολιτικάς αποχρώσεις, αίτινες την αποτελούσι δεν δύναται ν’ αποδεχθή τοιούτον νόθον καταρτισμόν Εθνοσυνελεύσεως διότι αύτη δεν θα αντιπροσωπεύη την γνησίαν θέλησιν του Κρητικού λαού, αλλά θα είνε ανεπιφύλακτος υποταγή της πλειονοψηφίας εις την μειονοψηφίαν του τόπου προς ζημίαν των εθνικών τούτου συμφερόντων.
Η Βουλή αποκρουομένου του συντόμου τρόπου του καταρτισμού εθνοσυνελεύσεως δι’ αυτής και υμών, φρονεί αδιστάκτως ότι, όπως κληθή Συντακτική Συνέλευσις αντιπροσωπεύουσα το γνήσιον φρόνημα του Κρητικού λαού ανάγκη να εξέλθη αύτη εκ της ανεπηρεάστου εκλογής του ενεργουμένης ταύτης είτε δια των καλπών είτε δια των εγγράφων εν ταις επαναστάσεσιν έθιμον.
Τον τελευταίον δε τούτον τρόπον τον αποδέχεται εις την περίπτωσιν καθ’ ήν ήθελεν εξαναγκασθή να αναλάβη την επαναφοράν και τήρησιν της τάξεως γενικεύουσα τον ένοπλον αγώνα, ήτις εσχάτως επικινδύνως διεσαλεύθη προς μεγίστην ζημίαν των εθνικών ημών συμφερόντων.
Λυπούμεθα βεβαίως ότι αι άδικοι αξιώσεις σας συντρίβουσι και πάλιν την ελπίδαν να ενωθώμεν εις κοινήν ενέργειαν εν τω αυτώ περιβόλω και ότι εξαναγκάζουσι και πάλιν τον τόπον να βαδίση και σήμερον ακόμη κεχωρισμένως εις την επιδίωξιν της πραγματώσεως του εθνικού ημών ιδεώδους, το οποίον απετέλεσε και θα αποτελή το μόνον όνειρον παντός Κρητός και δια την εκπλήρωσιν του οποίου ουδέποτε η Κρήτη εχωρίσθη, ουδέ θα χωρισθή, ουδ’ ηρνήθη να υποβληθή εις πάσαν θυσίαν και να υποστή πάσαν καταστροφήν.
Με την ελπίδα ότι εν τω μέλλοντι θα επικρατήσωσιν εν υμίν μετριοπαθέστεραι και δικαιότεραι χάριν αυτού του γενικού συμφέροντος της πατρίδος σκέψεις ως προς τους όρους της συνεργασίας υμών μετά των λοιπών συμπατριωτών σας διατελούμεν μετ’ αδελφικής αγάπης και υπολήψεως.
Όλως πρόθυμοι
Οι συμπατριώται σας
Χ. ΠΩΛΟΓΕΩΡΓΗΣ
Ι. ΤΣΟΥΔΕΡΟΣ
Γ. ΠΑΠΑΜΑΣΤΟΡΑΚΗΣ»
Η απάντηση της «τριανδρίας» του Θερίσου
«Απάντησις των επαναστατών προς τους κ. Βουλετάς
Θέρισσον 15 Ιουλίου 1905
Είμεθα υποχρεωμένοι να μη αφήσωμεν άνευ απαντήσεως και ανασκευής την τελευταίαν υπό χρονολ. 9 Ιουλίου επιστολήν υμών.
Προ παντός έχομεν καθήκον να διαμαρτυρηθώμεν κατά του ισχυρισμού ότι εν ω η Βουλή τρεις μέχρι τούδε έτεινεν ημίν πρώτη την χείρα προς κοινήν συνεργασία, ημείς απεποιήθημεν πάντοτε αυτήν.
Κατά την πρώτην φοράν, καθ’ ήν επροτάθη ημίν συνεννόησις, και εδέχθημεν αυτήν και συνηντήθημεν εις τον ορισθέντα παρ΄υμών τόπο, ήτοι εις Φουρνέ Κυδωνίας. Και εμείναμεν μάλιστα σύμφωνοι κατά την συνάντησιν ταύτην, ότι ηθέλομεν εμμείνει εις το κήρυγμα της ενώσεως. Εινε αληθές ότι η συμφωνία αύτη δεν εδέσμευσε την Βουλήν, ήτις ηδύνατο να μη κυρώση αυτήν, αλλ’ απροσδόκητο όλως ήτο, ότι μόλις η επιτροπή της Βουλής, μεθ’ ής είχομεν συνεννοηθή εν Φουρνέ, εισήλθεν εις την πόλιν, εν των μελών της επιτροπής ταύτης υπήρξεν ο εισηγητής του δευτέρου ψηφίσματος της Βουλής, δι’ ου αντιθέτως προς την συνεννόησιν εκείνην ανεκαλείτο κατ’ ουσίαν το πρώτον κήρυγμα της ενώσεως, μεταβληθέν εις απλήν περί ενώσεως ευχήν, εξ ου και επήλθε το αιματοκύλισμα των Βουκολιών και τόσαι έκτοτε συμφοραί. Εν ω εάν ενέμενεν η Βουλή εις το κήρυγμα της ενώσεως και εξήγε τας λογικάς εξ αυτού συνεπείας συμπράττουσα μεθ’ ημών εις την οργάνωσιν των εκτός των στρατιωτικών ζωνών μερών της νήσου, θα προελαμβάνοντο πάντα ταύτα και θα ήτο έκτοτε γεγονός τετελεσμένον η εν ονόματι της Α.Μ. του Βασιλέως των Ελλήνων έκτακτος διοίκησις της υπαίθρου χώρας, θα παρίστατο δ’ εν τω αγώνι ηνωμένος σύμπας ο Κρητικός Λαός.
Μετά την υπόμνησιν ταύτην των γεγονότων, των σχετιζομένων προς την πρώτην απόπειραν συνεννοήσεως, θα συνομολογήσετε βεβαίως ότι δεν ευρίσκεσθε εν ακριβεία, ισχυριζόμενοι ότι απεποιήθημεν τότε ημείς την προταθείσαν συνεννόησιν.
Η δευτέρα πρότασις συνεννοήσεως είνε η γενομένη δια της υπό χρονολ. 13 Μαΐου προς ημάς επιστολής επιτροπείας της Βουλής. Κατά σύμπτωσιν, συγχρόνως προς την αποστολήν της επιστολής ταύτης, εν των μελών της Επαναστατικής Συνελεύσεως είχε την ατυχή έμπνευσιν ανταποδίδων ύβρεις, αι οποίαι είχον διαδοθεί τότε ουχί βασίμως ίσως, ότι είχον εκτοξευθεί υπό τινος των κυρίων βουλευτών κατά των επαναστατών, να απευθύνη επιστολήν προς τους κυρίους βουλευτάς, θείγουσαν την φιλοτιμίαν αυτών.
Ενώ δε συνεζήτει η Συνέλευσις την απάντησιν ήτις έπρεπε να δοθή εις την πρότασιν της επιτροπείας της Βουλής, δευτέρα επιστολή της επιτροπείας ταύτης ανεκάλει την πρότασιν, την ανάκλησιν στηρίζουσαν εις την προς τους βουλευτάς επιστολήν του μέλους εκείνου της Επαναστατικής Συνελεύσεως. Αλλ’ η Συνέλευσις ου μόνον απεδοκίμασε την επιστολήν εκείνην ενός των μελών αυτής όπερ και ανεκάλεσε τα υπ’ αυτού γραφέντα, αλλά και δια του υπ΄αριθ. 161 και χρονολογίαν 14 Μαΐου 1905 εγγράφου της προς το Προεδρείον της Βουλής αγγέλλουσα ταύτα, “εξέφρασε την λύπην της δια το ατυχές εκείνο επεισόδιον και την ελπίδα ότι μετά τας γενομένας δηλώσεις και την έκφρασιν της λύπης της Συνελεύσεως τα μέλη της Βουλής θα θεωρήσον ότι δεν υπάρχει κανέν εμπόδιον όπως γίνη η προταθείσα συνέντευξις δια να επιδιωχθή δι’ αυτής συνεννόησις και ομοφωνία παντών των Κρητών εν τόσω κρισίμω στιγμή του πολιτικού αυτών βίου καθ’ ην εκ της ομοφωνίας ταύτης εξαρτάται εν μεγάλω μέτρω η επιτυχία του κοινού αγώνος”. Είναι περιττόν ίσως να υπομνήσωμεν ότι και μεθ’ όλην την περιφανή ταύτην ικανοποίησιν ήν έσπευσε να παράσχη η Συνέλευσις προς την Βουλήν όχι μόνον δεν εγένετο η συνάντησις αλλ’ ουδέ καν το Προεδρείον της Βουλής εθεώρησε καθήκον του ν’ απαντήση δια δύο λέξεων προς το περιέχον την περιφανή ταύτην ικανοποίησιν επίσημον έγγραφον της Συνελεύσεως. Δικαιούμεθα δε πιστεύομεν να ερωτήσωμεν αν και κατά την περίστατιν ταύτην ημείς απεποιήθημεν την προταθείσαν συνεννόησιν.
Υπολείπεται ήδη να εξετασθή τις φέρει την ευθύνην της ματαιώσεως της τελευταίας αποπείρας συνεννοήσεως.
Εκ της τελευταίας επιστολής υμών φαίνεται ότι κυριωτάτη αιτία της ματαιώσεως της προταθείσης συνεννοήσεως υπήρξεν ότι ως όρον της συνεννοήσεως ταύτης εθέσαμεν “την εν κοινή συνεργασία επιδίωξιν της εθνικής του τόπου αποκαταστάσεως δια της ουσιαστικής τουλάχιστον ενώσεως κατά το δεύτερον προς τας προστάτιδας Δυνάμεις υπόμνημα ημών, όπερ αποτελεί το κατώτατον όριον της υποχωρήσεως εις ην ήτο δυνατόν να προβή η Επανάστασις”.
Και πρώτον μεν μέμφεσθε ημάς διότι ηθελήσαμεν να διατυπώσωμεν εκ των προτέρων το κοινόν πρόγραμμα την επιδίωξιν του οποίου θ’ αφεώρα η συνεννόησις Βουλής και Επαναστάσεως, μάλιστα δε την αξίωσιν ημών όπως μένωμεν σύμφωνοι περί του προγράμματος της συνεργασίας μας χαρακτηρίζεται πρωτάκουστον.
Νομίζομεν όμως ότι αφ’ ου μέρι τούδε διϊστάμεθα και αφ’ ου επρόκειτο να εξευρεθή τρόπος όπως παύση η διάστασις αύτη και επέλθη συνεργασία, πρώτος και κύριος τρόπος της συνεργασίας ταύτης έπρεπε να είνε ο καθορισμός του προγράμματος την εξυπηρέτησιν του οποίου θα εσκόπει η συνεργασία αύτη.
Αλλ είναι τούτο ούτω προφανές ώστε πρέπει μάλλον να δεχθώμεν ότι κατά παραδρομήν εξέφυγε η φράσις αύτη της επιστολής υμών τον κάλαμον του συντάκτου αυτής. Φαίνεται δε η απέχθεια υμών κατά του παρ΄ημών προταθέντος προγράμματος αφορά μάλλον την ουσίαν του προγράμματος τού του “τοσούτο μάλλον” γράφετε εν τη επιστολή σας ότι αποκρούετε το πρόγραμμα τούτο “καθόσον η μεγάλη πλειοψηφία του τόπου αντιπροσωπευομένη υπό της Βουλής εξακολουθεί να εμμένη εις το πρόγραμμα της πλήρους ενώσεως μόνο δε υμείς (δηλ. ημείς η επανάστασις) εγκατελείψατε τούτο, κατελθόντες εις την συγκεκαλυμμένην ένωσιν, υπό τους αορίστους όρους της διοικητικής και οικονομικής ενώσεως, οίτινες ατελέστατα εκφράζουν τον επιδιωκόμενον σκοπόν”.
Πρέπει να υποθέσωμεν ότι εκ παραδρομής κακώς ανεγθώσθη η επιστολή ημών και εις τούτο οφείλεται η επιτίμησις αύτη.
Δια της ανωτέρω παρατεθείσης σχετικής περικοπής της επιστολής ημών ηθελήσαμε να δηλώσωμεν, ότι δεν εννοούμεν να κατέλθωμεν εις εσωτερικάς μεταρρυθμίσεις και ότι το πρόγραμμα ημών πρέπει να είναι η επιδίωξις της εθνικής του τόπου αποκαταστάσεως δια της ουσιαστικής τουλάχιστον ενώσεως, κατά το δεύτερον προς τας Δυνάμεις υπόμνημά μας, το αποτελούν το κατώτερον όριον της υποχωρήσεως εις ην ήτο δυνατόν να προβή η επανάστασις.
Αλλ’ εάν η παρεξήγησις της προτάσεως ημών οφείλεται εις παραδρομήν εμφυλοχωρήσασαν κατά την ανάγνωσιν της επιστολής ημών εις λησμοσύνην προδήλως οφείλεται ο ισχυρισμός υμών, ότι ενώ ημείς κατήλθομεν εις την συγκεκαλυμμένην ένωσιν υμείς εμμένετε εισέτι εις το πρόγραμμα της πλήρους ενώσεως. Αλλ’ η ανάγνωσις του από 15 Μαΐου 1905 ψηφίσματος της Βουλής δημοσιευμένου εις το υπ’ αριθ. 28 φύλλον του έτους 1905 του Α’ τεύχους της Επισήμου Εφημερίδος της Κρητικής Πολιτείας θέλει εξαγάγει υμάς της εκλησμοσύνης προελθούσης ταύτης πλάνης.
Εν τω ψηφίσματι τούτω η Βουλή “εκφράζουσα την βαθείαν ευγνωμοσύνη του Κρητικού λαού προς τας προστάτιδας Δυνάμεις δια τας προς αυτόν δείγματα της υψηλής αυτών ευνοίας επί τη διαβεβαιώσει αυτών, ότι ήθελον μελετήσει διοικητικάς και οικονομικάς μεταρρυθμίσεις, τας οποίας η αντιπροσωπεία του τόπου, αντιλαμβάνεται ότι θα προσεγγίσωσι την πατρίδα μας προς την ένωσιν μετά του ελευθέρου Βασιλείου προσκαλεί τους εκ των Κρητών φέροντας όπλα ν’ αποθέσωσι ταύτα χάριν του συμφέροντος της πατρίδος”.
Νομίζομεν ότι η Βουλή η δια του ψηφίσματος τούτου, αποδεχθείσα και μόνας τας δια της δευτέρας διακοινώσεως επαγγελθείσας μεταρρυθμίσεις με μόνην την εκφρασθείσαν προσδοκίαν ότι αύται θα προσεγγίσωσι την πατρίδα μας προς την ένωσιν, και προσκαλέσασα μάλιστα τους επαναστάτας, δεν εξετάζομεν εάν είχε το δικαίωμα να μεταχειρισθή τοιούτον τύπον επικλήσεως, να καταθέσωσι τα όπλα, δεν εδικαιούτο να καταγγείλη αυτούς, ως αρκεσθέντας μετά το ψήφισμα τούτο της Βουλής εις επιτυχίαν της ουσιαστικής τουλάχιστον Ενώσεως και να ισχυρισθή ότι αυτή εμμένει εις την επιδίωξιν της πλήρους ενώσεως, χωρίς να εκτεθή εις την κατηγορίαν ότι υποστηρίζει πράγματα προδήλως ανακριβή.
Ως δικαιολογίαν της λησμοσύνης ταύτης θα ηδύνατο τις να υποθέση ότι αύτη οφείλεται εις το γεγονός ότι εις την λήψιν της αποφάσεως ταύτης της Βουλής δεν συνεπράξατε ίσως υμείς προσωπικώς. Αλλά δια τον ένα εξ υμών η λημοσύνη αύτη είνε έτι μάλλον ασύγγνωστος λαμβανομένου υπ’ όψει ότι και μετά την απόφασιν εκείνην της Βουλής εζήτησεν ούτος να έλθη εις συνάντησιν με υμάς, κατά την συνεννόησιν δε ταύτην γενομένην εν Βαντέ, υπεγράφη πρωτόκολλον κατά το οποίον, εν προτάσει αυτού μάλιστα, συνεφωνήθη να επιδιωχθή από κοινού μετά της Βουλής και της Επαναστατικής Συνελεύσεως λύσιν του ζητήματος ημών, καθ’ ην θα κατήρχετο μεν Ελληνικός στρατός εις Κρήτην, θα ηρνούτο δε αύτη διοικητικώς μετά της Ελλάδος και οι Κρήτες Βουλευταί θα εστέλλοντο εις το εν Αθήναις Βουλευτήριον.
Η συμφωνία δε αύτη εναυάγησεν ύστερον ουχί εξ υπαιτιότητος ημών, αλλά διότι ο εισηγητής αυτής είτε δεν επέμεινεν, είτε δεν ηδυνήθη να πείση τους συναδέλφους του βουλευτάς ν’ αποδεχθώσιν αυτήν, απετέλει προφανώς κάθοδον από της πλήρους ενώσεως εις την ουσιαστικήν τοιαύτην.
Μένει η μομφή ότι το προταθέν παρ’ ημών πρόγραμμα διατυπούται αορίστως δια του δευτέρου προς τας Δυνάμεις υπομνήματός μας. Αλλά τούτο δεν ήτο βεβαίως λόγος, όπως ματαιωθή η συνεννόησις ημών, αφού η αοριστία αύτη άφινε πληρέστερον μάλιστα ελευθερίαν δια τον καθορισμόν των λεπτομερειών του προγράμματος τούτου, όστις θα εγίνετο παρ’ υμών και ημών μετά την κατ’ αρχήν συμφωνίαν επί του προγράμματος τούτου.
Αλλ’ ετέρα αιτία δι’ ην φαίνεται ότι επήλθεν η ματαίωσις της συνεννοήσεως ημών είναι η αξίωσις υμών η σχετική προς το πρόσωπον του Υπάτου Αρμοστού.
Την γνώμην ημών επί του ζητήματος τούτου ευρίσκετε σαφώς διατυπωμένην εν τω δευτέρω προς τας Δυνάμεις υπομνήματι ημών, όπερ αποτελεί ήδη το πρόγραμμα της Επαναστάσεως.
Η επανάστασις αξιοί ότι η διοίκησις του Πρίγκηπος κατεπάτησε τας ελευθερίας του Κρητικού λαού και εκτραπείσα εις άκρατον δεσποτισμόν, αρνηθείσα εις αυτόν δικαίωμα γνώμης επ’ αυτού του εθνικού ζητήματος και επιζητήσασα μετ’ επιμονής επί σειράς όλων ετών να παραστήση τον τόπον διχαζόμενον ως προς τα εθνικά αυτού ιδεώδη και μίαν όλην πολιτικήν μερίδα ως αντιτασσόμεμη κατά του εθνικού προγράμματος έφθειρεν όλους τους ηθικούς παράγοντας της διατηρήσεως παντός προσωρινού καθεστώτος, και ήγαγε εις μιαν των πρώτων αιτιών εις την σημερινήν εξέγερσιν.
Η επανάστασις συγχρόνως αξιοί ότι διόρθωσις του κακού δεν δύναται να αναζητηθή εις απλήν μεταβολήν των θεσμών, αφού θα απετέλει υπερβολικήν ευπιστίαν η ελπίς ότι αυτό το σημερινόν συντηρητικόν πολίτευμα παρεβιάσθη και κατεπατήθη τι ήτο δυνατόν να εφαρμοσθή ειλικρινώς και συμφώνως προς το πνεύμα αυτού το φιλελεύθερον πολίτευμα. Αλλ’ ίνα μη υποτεθή ότι η διόρθωσις του κακού ηδύνατο να ζητηθή εις αντικατάστασιν του Αρμοστού δια ξένου τοιούτου, εδηλώσαμεν ότι η παράστασις του προσωρινού καθεστώτος ήρχισε τοσούτον να ανησυχή την εθνικήν των κατοίκων συνείδησιν, ώστε ο διορισμός τοιούτου ξένου Κυβερνήτου, γιγνόμενος σήμερον μετά οκταετή πλέον διάρκειαν του προσωρινού καθεστώτος θα εξήγειρε τοσούτον βαθέως τον κρητικόν λαόν, ώστε να μη είναι δυνατή καταστολή της εξεγέρσεως αυτού άλλη, παρ’ εκείνην, ήν ηδύνατο να επιτύχη άκαμπτος υλική βία συντρίβουσα ανοικτιρμόνως αυτόν.
Υπό τοιούτους όρους κατελήγομεν εις το υπόμνημα ημών διακηρύττοντες ότι μόνη δυνατή λύσις του ζητήματος ημών υπολείπεται η ένωσις της Κρήτης μετά της Ελλάδος.
Δεν επιδιώκομεν άρα ουδ΄ημείς μεταβολήν εν τω προσώπω του Υπάτου Αρμοστού. Αλλ’ εάν δεν επιδιώκομεν τοιαύτην, πράττομεν τούτο εν τη συναισθήσει ότι τόσον πλήρης είνε η υπό του αρμοστειακού καθεστώτος γενωμένη φθορά όλων των ηθικών παραγόντων οίτινες ήσαν απαραιτήτως αναγκαίοι δια την συντήρησιν προσωρινού καθεστώτος, ώστε παν άλλο νέον προσωρινόν καθεστώς δεν θα ηδύνατο να συντηρηθή ουδέ μήνας μόνον, και άλλη επομένως οδός δεν απελείφιη εις τον τόπον παρά την μέχρις εσχάτων εμμονήν εις τον αγώνα όπως πλασθή δεσμός ουσιαστικής ενώσεως της Κρήτης προς την Ελλάδα, έστω και αν η εμμονή εις τον αγώνα τούτον θα εξέθετε τον τόπον εις τον κίνδυνον του να συντριβή από τας προστάτιδας Δυνάμεις.
Τούτων ούτως εχόντων δεν βλέπομεν κατά τι η διαφωνία ημών εν τω ζητήματι τούτω ηδύνατο να παρακωλύση την συνεργασίαν ημών εις το πρόγραμμα της επιδιώξεως της εθνικής του τόπου αποκαταστάσεως. Υμείς εν τη επιστολή υμών δέχεσθε ότι η πλήρης ή τουλάχιστον η ουσιαστική ένωσις θα καθιστά περιττήν την διαχείρησιν της ανωτάτης εξουσίας της Νήσου υπό του Ελληνος βασιλόπαιδος. Αφού δε και ημείς ως κατώτατον όρον της υποχωρήσεως ημών εν τω εθνικώ προγράμματι θέτομεν την επιτυχίαν της ουσιαστικής τουλάχιστον ενώσεως και αφού ρητώς εκδηλώσαμεν ότι από του αγώνος τούτου τίποτε δεν θα δυνηθή να κάμη την Επανάστασιν να παραιτηθή, ουδεμία διαφωνία ηδύνατο να προκύψη εκ του ζητήματος τούτου μεταξύ ημών και υμών κατά την επιχειρηθείσαν συνεννόησιν. Εφ’ όσον μεν θα εξακολουθή ο υπέρ της ενώσεως αγών, τοιούτο ζήτημα δεν ειμπορεί να παρουσιασθή καθ’ ήν δε στιγμήν θα εναυάγει παρ’ ελπίδα ο αγών ούτος, ημείς κατά τας επανειλημμένας δηλώσεις μας θα ηρνούμεθα να συμπράξωμεν εις απλάς εσωτερικά μεταρρυθμίσεις θα υπεκύπτομεν δε υπό την ενωτικήν μέχρι τέλους σημαίαν και ελεύθεροι θα είσθε υμείς να κανονίσητε το νέον μεταρρυθμισμένον καθεστώς με οιονδήποτε Αρμοστήν θα ηθέλετε.
Η επιμονή σας όπως κανονισθή από τούδε το πρόσωπον του κυβερνήτου, εις περίπτωσιν καθ΄ην θ’ απετύγχανον ο αγών ημών, άλλην σημασίαν δεν θα είχε παρά να παραστήση ότι παίζομεν δηλούντες τόσον επισήμως ότι εν ουδεμιά περιπτώσει θα κατέλθωμεν εις εσωτερικάς μεταρρυθμίσεις.
Είναι αληθές ότι δια την τοιαύτην τακτικήν υπάρχει το προηγούμενον του Προέδρου της υμετέρας Βουλής, όστις ερωτηθείς υπό Προξένου Μεγάλης τινός Δυνάμεως μετά το πρώτον πανηγυρικόν κήρυγμα εκ μέρους της Βουλής, τι θα έπραττεν η Βουλή, αν η απάντησις των Δυνάμεων εις το κήρυγμα της Ενώσεως ήτο αρνητική, απήντησεν ότι αύτη θα κατεγίνετο εις τας τακτικάς αυτής εργασίας. Αλλ’ ο μεν κ. Μιχελιδάκης είχε την δικαιολογίαν ότι εξωτερίκευε την ενδόμυχον αυτού διάθεσιν, παρ΄ημών όμως ζητείται εκδήλωσις αντικειμένη καθολοκληρίαν εις την αμετάκλητον απόφασιν όπως εμμείνωμεν μέχρι τέλους εις τον υπέρ της ενώσεως αγώνα.
Μένει το ζήτημα του τρόπου καθ’ όν θα κατηρτίζετο εθνοσυνέλευσις ή ορθότερον η Γερνική των Κρητών Συνέλευσις. Φαίνεσθε και εν προκειμένω λησμονούντες, ότι δια της από 6 Ιουλίου επιστολής σας προεκαλέσατε ημάς να είπωμεν πρώτοι την γνώμην μας περί του αριθμού των πληρεξουσίων τους οποίους θα εξέλεγεν εκάτερον των σωμάτων, η Βουλή δηλ. και η Επαναστατική Συνέλευσις. Οσον δήποτε δε εξογκωμένον και αν επιστεύσατε ειλικρινώς τον ζητηθέντα δια την Επαναστατικήν Συνέλευσιν αριθμόν δεν ήτο λόγος τούτο διακοπής των προς συνεννόησιν διαπραγματεύσεων, διότι ηδύνασθεν να προτείνητε υμείς άλλην αναλογίαν της αντιπροσωπεύσεως των δύο σωμάτων.
Αλλ’ επί του σημείου τούτου είναι ανάγκη να παύση υφισταμένη οιαδήποτε πλάνη. Ατυχώς η Βουλή, η οποία πιστεύει ότι εκπροσωπεί ακόμη την πλειοψηφίαν του Κρητικού λαού, φαίνεται ότι απώλεσε το αίσθημα της πραγματικότητας.
Φαίνεται ότι λησμονούσα ότι το επαναστατικόν κίνημα, το αρξάμενον 9 ημέρας μόλις προ της ημέρας των εκλογών έλαβε τοιαύτην επίτασιν έκτοτε, ώστε καθ’ ον χρόνον συνήλθεν η Βουλή όπως αρχίση τας εργασίας της, ηναγκάσθη παρασυρωμένη υπό του ρεύματος της λαϊκής εξεγέρσεως να γίνη και αύτη επαναστάτις και να καταλύση και αύτη δια κηρύγματός της το καθεστώς και να κηρύξη την ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος.
Φαίνεται λησμονούσα όλας τας έκτοτε προόδρους της επαναστάσεως και όλα τα γεγονότα τα οποία ήγαγον εις την εν πάση σχεδόν τη υπαίθρω χώρα κατάλυσιν του αρμοστειακού καθεστώτος και απέδειξαν την δύναμιν της επαναστάσεως και την εις αυτήν μετοχήν του μεγάλου μέρους του λαού.
Τι σημαίνει η εν τη επιστολή υμών βεβαίωσις ότι “μεταξύ των μελών της Βουλής υπάρχουσι και ευάριθμοι τον αριθμόν, οίτινες ανήκουσι εις την προσωπικήν ημών απόχρωσιν” δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν. Γνωρίζετε, ότι πάντες οι ακολουθούντες τας αρχάς της αντιπολιτεύσεως, από της πρωτοβουλίας της οποίας προήλθε το σημερινόν επαναστατικόν κίνημα, απέσχον του να κατέλθωσιν εις τας εκλογάς. Οι κατελθόντες επομένως εις τας εκλογάς, και αν άλλοτε ανήκον εις τι των αποτελούντων την αντιπολίτευσιν κομμάτων, απεσπάσθησαν αυτών εις αυτάς.
Είνε ίσως πιθανόν πολλοί των κυρίων βουλευτών να ήρχισαν από πολλού ενδοιάζοντες αν η πολιτική, ήν ηκολούθησεν η Βουλή, εξυπηρετή πράγματι το συμφέρον της πατρίδος και σκεπτόμενοι, ότι προσχώρησις αυτών προς την επανάστασιν θα ήτον ο καλλίτερος τρόπος εκπληρώσεως του προς την πατρίδα καθήκοντος. Ατυχώς μέχρι σήμερον τουλάχιστον δεν επήλθεν εξωτερίκευσις των υπαρχουσών τυχόν ενδομύχων τούτων διαθέσεων. Αλλ’ ημείς δεν απελπίζομεν περί τούτου.
Γνωρίζοντες την φιλοπατρίαν των αποτελούντων την Βουλήν συμπολιτών μας δεν έχομεν αμφιβολίαν, ότι τάχιον ή βράδιον θα προσέλθωσι και ούτοι συνεργάται του αγώνος, ον ανελάβομεν Εάν το τοιούτο μέχρι σήμερον δεν επετεύχθη, τούτο οφείλεται εις ολεθρίαν επίδρασιν, ήτις ασκείται επί των κυρίων βουλευτών από μέρους, εις το οποίον ούτοι μετά τόσης ως φαίνεται αποβλέπουσιν εμπιστοσύνης. Αλλ’ από τας επιδράσεις ταύτας είμεθα βέβαιοι, ότι σήμερα θα χειραφετώνται ούτοι. Τα γενόμενα από της εκρήξεως του κινήματος είνε τόσον αποκαλυπτικά του χάους, εις το οποίον ωθείται ο τόπος, ώστε είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι και εκείνοι των συμπολιτών μας οίτινες δεν επίστευον τα πράγματα, ως αληθώς έχουσι, θα πεισθώσι περί τούτων, ταχέως, και μόλις αντιληφθώσι που καλεί αυτούς το προς την πατρίδα καθήκον θα σπεύσουν εις εκπλήρωσιν αυτού.
Κατά την ημέραν δ’ εκείνην ούτε περί προγραμμάτων θα διαφωνούμεν ούτε περί του τρόπου του καταρτισμού της Γενικής των Κρητών Συνελεύσεως.
Με την πεποίθησιν ταύτην διατελούμεν μετ΄εξαιρέτου υπολήψεως και αδελφικής αγάπης.
Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Κ. ΦΟΥΜΗΣ
Κ. ΜΑΝΟΣ»
Εφημερίδες των ημερών
Πηγή: Candianews- Candiadoc